-
1 текущий
επ.από μτχ,1. τωρινός, ο ενεστώς, ο παρών, ο τρέχων•текущий год το τρέχον έτος•
момент η τωρινή (παρούσα) στιγμή.
2. καθημερινός•-ие дела οι καθημερινές υποθέσεις ή δουλειές•
-ие заботы καθημερινές φροντίδες.
|| τακτικός, κανονικός•текущий ремонт η τακτικήεπισκευή•
текущий счёт ο τρέχων λογαριασμός (καταθέτη).
-
2 текущий
теку́щ||ий1. прич. от течь·2. прил перен (настоящий) παρών, τρεχούμενος, τρέχων, ἐνεστώς:\текущийие дела τά τρέχοντα ζητήματα· двадцать второе число́ \текущийего месяца στίς είκοσιδύο τρέχοντος· в \текущийем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \текущий момент ἡ σημερινή κατάσταση· \текущий ремонт ἡ μικρο-επισκευή· ◊ \текущий счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός. -
3 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
4 бюджет
ο προϋπολογισμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бюджет
-
5 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
6 месяц
-а α.1. μήνας•двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•
месяц солнечный ηλιακός μήνας•
лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•
текущий месяц ο τρέχων μήνας•
прошлый месяц ο περασμένος μήνας•
будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•
в начале -а στην αρχή του μήνα•
в конце -а στο τέλος του μήνα.
|| περίοδος τριάντα ημερών•он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).
2. φεγγάρι, σελήνη•полный месяц η πανσέληνος•
новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•
месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•
месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.
-
7 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.